δεομένας — δεομένᾱς , δέομαι lack pres part mp fem acc pl (epic doric ionic aeolic) δεομένᾱς , δέομαι lack pres part mp fem gen sg (doric aeolic) δεομένᾱς , δέω 1 bind pres part mp fem acc pl δεομένᾱς , δέω 1 bind pres part mp fem gen sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήρυξη — η (ΑΜ κήρυξις) [κηρύσσω] η ανακοίνωση με κήρυκα, δημόσια γνωστοποίηση («ἠγωνίσατο... κήρυκι πρὸς πάντα τὰ κηρύξεως δεόμενα», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. φρ. «κήρυξη πολέμου» επίσημη ανακοίνωση ενός κράτους σε άλλο για έναρξη πολέμου εναντίον του μσν. αρχ … Dictionary of Greek
σκεπάζω — ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σκεπῶ, άω, Α 1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με σκέπασμα, επικαλύπτω (α. «και σφαλιχτά τα μάτια μου σκεπάζω με τα χέρια μου», Γρυπ. β. «τά μὲν δεόμενα σκέπης τοῡ ἀνθρώπου σκεπάζειν τὸν θώρακα», Ξεν.) 2. καλύπτω κάποιον με… … Dictionary of Greek
τρίκυζα — Α (κατά τον Ησύχ.) «πολλῆς δεόμενα λιτανείας» … Dictionary of Greek
ԵՆԹԱԴՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0658 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 8c, 15c գ. ὐπόθεσις suppositio, subjectio եւն. Ենթադրելն, եւ ենթադրեալ իրն. որպէս Նուաճումն. *Վասն ակամայց եւ մեծամեծ ենթադրութեանց պատերազմաց. Փիլ. իմաստն.: *Ենթադրութեամբ հերիայ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)